ἐπιτρεπτέον

ἐπιτρεπτέον
ἐπιτρεπ-τέον,
A one must commit, permit, c. dat., X.Hier.8.9, Pl. Smp.213e ;

τινὶ περί τινος Men.Epit.2

; τινί c.inf., Jul.Or.2.85d : also pl.,

ἐκείνοισι..οὐκ ἐπιτρεπτέα ἐστί Hdt.9.58

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπιτρεπτέον — one must commit masc acc sg ἐπιτρεπτέον one must commit neut nom/voc/acc sg ἐπιτρεπτέος masc/fem acc sg ἐπιτρεπτέος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρεπτέα — ἐπιτρεπτέον one must commit neut nom/voc/acc pl ἐπιτρεπτέᾱ , ἐπιτρεπτέον one must commit fem nom/voc/acc dual ἐπιτρεπτέᾱ , ἐπιτρεπτέον one must commit fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐπιτρεπτέος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήφω — (Α νήφω και δωρ. τ. νάφω) 1. είμαι εγκρατής στο κρασί, απέχω από το κρασί, είμαι νηφάλιος, ξεμέθυστος («εἶεν δή, ἄνδρες δοκεῑτε γάρ μοι νήφειν οὐκ ἐπιτρεπτέον ὑμῑν, ἀλλὰ ποτέον», Πλάτ.) 2. μτφ. έχω πνευματική διαύγεια, είμαι ψύχραιμος, ήρεμος αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”