- ἐπιτρεπτέον
- ἐπιτρεπ-τέον,A one must commit, permit, c. dat., X.Hier.8.9, Pl. Smp.213e ;
τινὶ περί τινος Men.Epit.2
; τινί c.inf., Jul.Or.2.85d : also pl.,ἐκείνοισι..οὐκ ἐπιτρεπτέα ἐστί Hdt.9.58
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.